ἄριστ'

ἄριστ'
ἄριστα , ἄριστον
morning meal
neut nom/voc/acc pl (epic)
ἄ̱ριστα , ἄριστον
morning meal
neut nom/voc/acc pl (attic)
ἄριστα , ἄριστος
best
neut nom/voc/acc pl
ἄριστε , ἄριστος
best
masc voc sg
ἄρισται , ἄριστος
best
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἄριστ' — Ἄριστε , Ἄριστος masc voc sg Ἄρισται , Ἀρίστη fem nom/voc pl Ἄριστα , Ἀρίστης masc voc sg (doric) Ἄριστα , Ἀρίστης masc nom sg (epic doric) Ἄρισται , Ἀρίστης masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ariston de Chios — Pour les articles homonymes, voir Ariston (homonymie). Ariston de Chios était un philosophe stoïcien, né au IVe siècle av. J.‑C., originaire de Chios. Sommaire 1 Biographie …   Wikipédia en Français

  • άκαυλος — ον (Α ἄκαυλος) [καυλός] 1. αυτός που δεν έχει καυλό, στέλεχος. 2. (φτερό) που δεν έχει καλάμι (Αριστ. Π. Ζ. μορ. 4, 12, 3) …   Dictionary of Greek

  • ακερδής — ές (Α ἀκερδής) αυτός που δεν φέρνει κέρδος «ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d) αρχ. 1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1) 2. ἀκερδῶς επίρρ. χωρίς κέρδος, δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. +… …   Dictionary of Greek

  • βρέγμα — το (AM βρέγμα και βρέχμα, το και βρεγμός και βρεχμός, ο) το σημείο συνάντησης των ραφών ανάμεσα στο μετωπιαίο και στα βρεγματικά οστά του κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ήδη αρχαία (Ιπποκρ., Αριστ.) ετυμολόγηση της λ. < βρέχω (λόγω του… …   Dictionary of Greek

  • δεκάπαλαι — επίρρ. (Α) πριν από πάρα πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ πρόπαλαι πάλαι πάλαι», Αριστ. Ιπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πάλαι] …   Dictionary of Greek

  • είργω — εἴργω και εἵργω (Α) βλ. έργω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< *ε (F)εργω, με προθηματ. ε ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer g «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. τού ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και …   Dictionary of Greek

  • εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • εκσχίζω — ἐκσχίζω (Α) σχίζω στα δύο, χωρίζω («ὁ τοῡ πυρὸς ποταμὸς ἐξεσχίσθη», Αριστ.) …   Dictionary of Greek

  • εκτίκτω — ἐκτίκτω (Α) 1. τίκτω, γεννώ (α. «τὰ μὲν οὖν θήλεα χαλεπώτατα, ὅταν ἐκτέκωσι πρῶτον» Αριστ. β. «Ζαχαρίας Ίωάννην ἐκτέτοκεν», Μηναία, Ωδή 3) 2. μτφ. διαμορφώνω γνώμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”